ΑρχικήΕιδήσειςΚόσμοςΓιώργος Πέππας: Ο πόλεμος στην Ουκρανία - Ένα σύγχρονο «Βατερλό»

ΟΥΚΡΑΝΙΑ

#TAGS: Γιώργος Πέππας  Ουκρανία 

Γιώργος Πέππας: Ο πόλεμος στην Ουκρανία - Ένα σύγχρονο «Βατερλό»

Γιώργος Πέππας: Ο πόλεμος στην Ουκρανία - Ένα σύγχρονο «Βατερλό»

«Η Ουκρανική ένταξη στο ΝΑΤΟ αποτελεί την λαμπερότερη από όλες τις κόκκινες γραμμές για την Ρωσική ελίτ» ανέφερε το 2008 ο Πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία

Τετάρτη, 29 Ιουνίου 2022

Γιώργος Πέππας

Ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να χαρακτηριστεί μονάχα με μια λέξη, αποτυχία. Είναι απλά μια από τις μεγαλύτερες γεωστρατηγικές και πολιτικές αποτυχίες του αιώνα μας. Ο λόγος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτική αποτυχία, είναι πως σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι απόλυτα, ευθύνεται για την κατάσταση αυτή πολιτική της Δύσης, του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε., με ηγεμονεύουσα δύναμη τις Η.Π.Α., την μεγαλύτερη και ισχυρότερη δύναμη του πλανήτη. Στα πλαίσια αυτού του πολέμου όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, έχουμε ακούσει την μια πλευρά να κατηγορεί την άλλη, όμως όσο περισσότερο βολιδοσκοπεί κανείς τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την καταστροφική διαμάχη, αντιλαμβάνεται, τραγικά, το πως μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Η πολιτική αποτυχία

Στον κόσμο του realpolitik, τα κράτη επιδιώκουν τα προσωπικό τους συμφέρον, με τις μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες ανήκει ακόμη η Ρωσία, να έχουν «σφαίρες επιρροής» αλλά και γεωστρατηγικά συμφέροντα. Για να αντιληφθεί κανείς την σημερινή κρίση, χρειάζεται μονάχα να ανατρέξει στο παρελθόν, στην κρίση των πυραύλων της Κούβας. Σε αντίθεση με όσα ακούμε σήμερα, πως η Ουκρανία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος το οποίο δύναται να επιδιώκει όποια πολιτική αυτό επιθυμεί, οι ΗΠΑ, τότε, έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον, πόσο μάλλον σεβασμό, στις βουλές και τις επιθυμίες της Κούβας, η οποία ήταν μια ανεξάρτητη χώρα η οποία επέλεξε να επιτρέψει την εγκατάσταση πυρηνικών όπλων από την Ε.Σ.Σ.Δ. στην επικράτειά της. Αντιθέτως, η κίνηση αυτή ήταν ανεπίτρεπτη, από την πλευρά των ΗΠΑ, και οδήγησε τον κόσμο ένα βήμα πριν την πυρηνική καταστροφή, καθώς ο Πρόεδρος J.F. Kennedy, θεώρησε πως η Σοβιετική Ένωση είχε περάσει μια «κόκκινη γραμμή», τοποθετώντας πυρηνικά όπλα τόσο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κάτι με το οποίοι οι περισσότεροι συμφωνούν.

Σήμερα όμως, όταν έχουν μια παράλληλη κατάσταση, όταν η Ρωσία μιλάει για τις δικές τις «κόκκινες γραμμές», όταν χαρακτηρίζει απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, άτομα τα οποία θα συμφωνούσαν την αντίδραση του Προέδρου Kennedy, χαρακτηρίζουν τραγελαφική, ανυπόστατη και άστοχη την αντίδραση της Ρωσικής ηγεσίας, με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, να αναφέρει χαρακτηριστικά, τη 1η Δεκεμβρίου 2021, σε σχέση με τις αντιρρήσεις των Ρώσων στις περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ, πως «Η Ρωσία δεν έχει δικαίωμα αρνησικυρίας. Δεν πέφτει λόγος στην Ρωσία. Και η Ρωσία δεν έχει δικαίωμα να θεσπίσει σφαίρα επιρροής, προσπαθώντας να ελέγξει τους γείτονές της.» Σαφώς, καμία χώρα δεν έχει το δικαίωμα να ελέγχει τους γείτονές της, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν το πράττουν, αρκεί κανείς να εξετάσει το Δόγμα Μονρόε των ΗΠΑ, ή την ιστορία οποιασδήποτε άλλης μεγάλης δύναμης.

Η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη, ήταν ένα ζήτημα ρήξης ανάμεσα στη Δύση και την Ρωσία, με τους Ρώσους να κατηγορούν τους Αμερικανούς πως πρόδωσαν υποσχέσεις τις οποίες είχαν κάνει κατά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης - κάτι το οποίο αρνείται κατηγορηματικά η συμμαχία -. Μια σειρά από χώρες που ανήκαν είτε στη Σοβιετική Ένωση, είτε στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, εντάχθηκαν, η μια μετά την άλλη, στο ΝΑΤΟ, δίχως να υπάρξει έντονη αντίδραση από τη πλευρά την Μόσχας, όμως η επιθυμία να ενταχθεί τόσο η Ουκρανία όσο και η Γεωργία, δύο χώρες που συνορεύουν με την Ρωσία, στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Ήδη από το 2007 ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκαθάρισε πως η Ρωσία αντιλαμβάνεται την επέκταση του ΝΑΤΟ ως πρόκληση, αναφέροντας στις 10 Φεβρουαρίου 2007, στο 43ο Συμβούλιο Ασφαλείας του Μονάχου, «Νομίζω ότι είναι προφανές πως η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν έχει καμία σχέση με τον εκσυγχρονισμό της ίδιας της συμμαχίας ή με τη διασφάλιση της ασφάλειας στην Ευρώπη. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση που μειώνει το επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Και έχουμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε: εναντίον ποιών αποσκοπεί αυτή η επέκταση;» Παρόλα αυτά, στη σύσκεψη του ΝΑΤΟ, στις 3 Απριλίου 2008, η συμμαχία ανακοίνωσε πως «Το ΝΑΤΟ χαιρετίζει τις ευρωατλαντικές φιλοδοξίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Συμφωνήσαμε σήμερα ότι αυτές οι χώρες θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ.» Η αντίδραση της Ρωσίας, έχοντας ως βάση τις προηγούμενες δηλώσεις της ηγεσίας της, ήταν αναμενόμενη, με τον Υπ. Εξωτερικών να υπογραμμίζει πως «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ». Ο John Mearsheimer, πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, σε πρόσφατη διάλεξή του, στις 16/6/22, ανέφερε πως όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έμαθε την πρόθεση του ΝΑΤΟ να εντάξει την Ουκρανία και την Γεωργία στη συμμαχία «σύμφωνα με έναν αξιοσέβαστο Ρώσο δημοσιογράφο, ο Πούτιν εξοργίστηκε και προειδοποίησε ότι εάν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ θα το έκανε χωρίς την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές.» Tο ίδιο έτος, το 2008, η Ρωσία εισέβαλε στην Γεωργία, ξεκαθαρίζοντας πως θα παρέμβει στρατιωτικά για να διασφαλίσει τα γεωστρατηγικά της συμφέροντα.

Βέβαια, οι αντιδράσεις, οι «κραυγές», οι «κόκκινες γραμμές» αγνοήθηκαν, κυρίως από τις ΗΠΑ. Το 2008, μετά την σύσκεψη του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ο τότε Πρέσβης των ΗΠΑ, William Burns, έστειλε ένα υπόμνημα στην τότε Υπουργό Εσωτερικών, Condoleezza Rice αναφέροντας πως: «Η Ουκρανική ένταξη στο ΝΑΤΟ αποτελεί την λαμπερότερη από όλες τις κόκκινες γραμμές για την Ρωσική ελίτ (όχι μόνο τον Πούτιν). Σε πάνω από δυόμιση χρόνια συζητήσεων με κομβικούς Ρώσους παίχτες, από ανόητους σε σκοτεινές εσοχές του Κρεμλίνου μέχρι τους πιο έξυπνους φιλελεύθερους κριτικούς του Πούτιν, δεν έχω βρει ακόμη κάποιον που βλέπει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ως οτιδήποτε άλλο πέραν από μια απευθείας πρόκληση στα συμφέροντα της Ρωσίας […] Η σημερινή Ρωσία θα αντιδράσει». Την σοβαρότητα της κατάσταση υποδεικνύει και η αρχική άρνηση τόσο της Γαλλίας όσο και της Γερμανίας, στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ορισμένοι ίσως σκεφτούν πως το υπόμνημα αυτό, συνδυαστικά με τις αντιδράσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, θα είχε επηρεάσει το modus operandi της Ουάσιγκτον, όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντιθέτως, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, πίεζε τους Ευρωπαίους ώστε να δώσουν το «πράσινο φως» στην ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, κάτι που έγινε, στην προαναφερθείσα ανακοίνωση του ΝΑΤΟ, όπου επιβεβαιώθηκε πως θα γίνουν, στο μέλλον, μέλη της συμμαχίας τα δύο αυτά κράτη. Η πρ. Καγκελάριος της Γερμανίας, Angela Merkel, ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη της, σχετικά με την απόφασή της να μπλοκάρει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, πως «Ήμουν πολύ σίγουρη… ότι ο Πούτιν δεν πρόκειται απλώς να το αφήσει να συμβεί. Από τη σκοπιά του, αυτό θα ήταν μια κήρυξη πολέμου.»

Ergo, ήδη από το 2008 υπήρχε μια κατάσταση στην οποία ο Πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία προειδοποιούσε για την «λαμπερότερη κόκκινη γραμμή», η Καγκελάριος της Γερμανίας θεωρούσε πως η ένταξη της Ουκρανίας θα σήμαινε κήρυξη πολέμου για τους Ρώσους, και παρόλα αυτά, παρά τις προειδοποιήσεις, παρά την «λαμπερότερη κόκκινη γραμμή», παρά την εισβολή στην Γεωργία το 2008, παρά την εισβολή στην Κριμαία το 2014, μετά την επανάσταση που έριξε την φιλορωσική κυβέρνηση της Ουκρανίας, και παρά τον εμφύλιο πόλεμο στην ανατολική περιοχή Donbas της Ουκρανίας, η Δύση και το ΝΑΤΟ συνέχισαν την ίδια πολιτική, την ίδια πορεία. Ήδη από το 2014 οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ εκπαίδευαν περίπου 10.000 Ουκρανούς στρατιώτες ανά έτος, μέχρι το 2021. Πραγματοποιούσαν τακτικά κοινές ασκήσεις, ενώ το 2017 η Κυβέρνηση των ΗΠΑ, υπό τον π. Πρόεδρο Donald J. Trump, - τον οποίο οι Δημοκρατικοί χαρακτήριζαν ως «μαριονέτα του Πούτιν» - ξεκίνησε να παρέχει αμυντικά όπλα στην Ουκρανία, όπως πυραύλους, στο ύψος εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Τον Ιούλιο του 2021 οι ΗΠΑ και η Ουκρανία έκαναν κοινή στρατιωτική άσκηση, με τη συμμετοχή περισσοτέρων από 30 χωρών, με ονομασία Sea Breeze, στη Μαύρη Θάλασσα. Τον Σεπτέμβριο του 2021 πραγματοποιήθηκε εκ νέου κοινή στρατιωτική άσκηση, RAPID TRIDENT- 2021, στην οποία συμμετείχαν χώρες από την Αμερική, την Ευρώπη και την Αφρική. Ο στρατός των ΗΠΑ, σε επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε, ανέφερε πως είχε ως στόχο «να ενισχύσει τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των συμμάχων και των χωρών εταίρων, για να δείξει ότι οι μονάδες είναι έτοιμες να ανταποκριθούν σε οποιαδήποτε κρίση». Παράλληλα, η Κυβέρνηση του Κιέβου προχωρούσε στην απαγόρευση «φιλορωσικών» ΜΜΕ, ενώ συνελήφθη ο Viktor Medvedchuk, ο οποίος ήταν στενός σύμμαχος του Πούτιν και αρχηγός της αντιπολίτευσης στην Ουκρανία. Το «κερασάκι στη τούρτα» ήταν η ανακοίνωση του ΝΑΤΟ, στις 14 Ιουνίου 2021, η οποία ανέφερε πως «Επαναλαμβάνουμε την απόφαση που ελήφθη στη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008 ότι η Ουκρανία θα γίνει μέλος της Συμμαχίας […] Είμαστε σταθεροί στην υποστήριξή μας για το δικαίωμα της Ουκρανίας να αποφασίζει για το μέλλον της και την πορεία της εξωτερικής της πολιτικής χωρίς εξωτερική παρέμβαση.» Στις 10 Νοεμβρίου 2021, ο Υπ. Εσωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, υπέγραψε με τον Υπ. Εσωτερικών της Ουκρανίας ένα καταστατικό στρατηγικής εταιρικής σχέσης. Όλα τα ανωτέρω παρουσιάζουν την εικόνα μιας ουδέτερης Ουκρανίας, ή μήπως μιας Ουκρανίας η οποία είναι de facto μέλος της Βορειοατλαντικής συμμαχίας;

Τον Δεκέμβριο του 2021, η Ρωσία απέστειλε έγγραφα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο ΝΑΤΟ, όπου ζητούσε εγγυήσεις πως δεν θα ενταχτεί η Ουκρανία στην βορειοατλαντική συμμαχία, ενώ παράλληλα ζητούσε να μην υπάρχουν επιθετικά όπλα κοντά στα σύνορα της Ρωσίας και την επιστροφή στη Δυτική Ευρώπη τόσο των όπλων όσο και των στρατιωτών του ΝΑΤΟ που μεταφέρθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη από το 1997 και έπειτα, ώστε να λήξη η ένταση που υπήρχε στην περιοχή. Παράλληλα, στις 23 Δεκεμβρίου 2021, ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, αναφέρει πως η «έχουμε ξεκαθαρίσει πως οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή είναι απαράδεκτη. […] δεν τοποθετούμε εμείς τους πυραύλους μας στα σύνορα των ΗΠΑ, όχι, αντιθέτως οι ΗΠΑ τοποθετούν τους πυραύλους τους στη βεράντα του σπιτιού μας.» Ο Υπ. Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergei Lavrov, τόνισε στις 14 Ιανουαρίου 2022 πως το «κλειδί για όλα είναι η εγγύηση πως το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ανατολικά». Στις 22 Φεβρουαρίου 2022 ο Πρόεδρος της Ρωσίας υπογράμμισε ξανά την κατηγορηματική αντίθεση της Ρωσίας προς την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.  Θα περίμενε κανείς, όπως είθισται στη διπλωματία, η αντίδραση των ΗΠΑ να ήταν κάποια νέα πρόταση, κάποια αντιπρόταση στις απαιτήσεις των Ρώσων, ιδιαίτερα σε μια περίοδο έντασης και έντονων προειδοποιήσεων από τη Μόσχα, όμως η απάντηση του Υπ. Εσωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken ήταν η εξής: «Δεν υπάρχει αλλαγή, δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή.» Και έτσι φτάσαμε στον σημερινό πόλεμο.

Ο λόγος που το άρθρο αυτό επικεντρώνεται κυρίως στην οπτική των Ρώσων, έγκειται στο γεγονός πως σημασία δεν έχει το πως αντιλαμβανόμαστε εμείς το ΝΑΤΟ και την επέκτασή του, αλλά το πως το αντιλαμβάνονται οι Ρώσοι. Βλέπουμε επομένως πως για χρόνια υπάρχει μια σταθερή κατάσταση, στην οποία το ΝΑΤΟ επεκτείνεται διαρκώς, περικυκλώνει όλο και περισσότερο την Ρωσία, και όποια αντίρρηση, όποια «κόκκινη γραμμή» και να θέσει το Κρεμλίνο, αγνοείται επιδεικτικά, με αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, για τον οποίο πόλεμο φταίει αφενός η Ρωσία, η οποία εισέβαλε στην χώρα, αφετέρου όμως φέρει ευθύνη και το ΝΑΤΟ, το οποίο αγνόησε αλαζονικά τα συμφέροντα μιας μεγάλης δύναμης. Απόρροια των παραπάνω είναι μια κολοσσιαία καταστροφή σε πολλαπλά επίπεδα.

Οι συνέπειες

Αρχικά οι ίδιοι οι Ουκρανοί βιώνουν σήμερα μια ανείπωτη τραγωδία, με εκατομμύρια να έχουν αναγκαστεί στην προσφυγιά ή στην εγχώρια μετανάστευση, χιλιάδες να έχουν χάσει τη ζωή τους, πόλεις και χωριά να έχουν κονιορτοποιηθεί, και η οικονομία της χώρας να έχει ισοπεδωθεί. Μέχρι στιγμής, σε τέσσερις μήνες πολέμου, προβλέπεται πως θα χρειαστεί ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για να κτιστεί ξανά η Ουκρανία από τα συντρίμμια της, ένα ποσό που αυξάνεται διαρκώς μέρα με την μέρα. Όμως η καταστροφή αυτή δεν περιορίζεται στην Ουκρανία, καθώς, λόγω των κυρώσεων και του οικονομικού πολέμου Δύσης-Ρωσίας, αντιμετωπίζουμε μια ενεργειακή κρίση, η οποία αφενός προϋπήρχε όμως έγινε ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας του πολέμου, και υπάρχει το ενδεχόμενο μέσα στον χειμώνα να αδυνατούμε να καλύψουμε τις ενεργειακές μας ανάγκες. Ταυτόχρονα, χώρες, κυρίως της Αφρικής, που βασίζονταν παραδοσιακά από την Ουκρανία και την Ρωσία για μεγάλο μέρος της εισαγωγής των σιτηρών τους, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μιας επισιτιστικής κρίσης που ενδέχεται να οδηγήσει σε έναν σύγχρονο λιμό, με εκατομμύρια νεκρούς. Ας μην μιλήσουμε για τις γεωστρατηγικές επιπτώσεις και το χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας, σε μια περίοδο όπου η συνεργασία της Μόσχας στον περιορισμό της αυξανόμενης δύναμης και επιρροής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι κομβικής σημασίας ή στην προσπάθεια αποτροπής της απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν. Ο πόλεμος αυτός ουσιαστικά «σφράγισε» την Ρωσο-Κινέζικη συμμαχία, και θα αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες αυτής στο μέλλον.

Η «καλύτερη» λύση στην σημερινή κρίση, στον πόλεμο αυτόν, θα ήταν η διπλωματική οδός, έχοντας βέβαια ως βάση πως οι δηλώσεις των Ρώσων, πως δηλαδή επιθυμούν μια ουδέτερη Ουκρανία, τα σύνορα της οποία θα σέβονται, είναι αληθής, μέσω της οποίας θα τελείωνε ο πόλεμος. Βέβαια ο πόλεμος εξελίσσεται, αν δεν έχει εξελιχθεί ήδη, σε “proxy war”, όπου ουσιαστικά οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ βρίσκονται άτυπα σε πόλεμο με τους Ρώσους και χρησιμοποιούν την Ουκρανία για να διεξάγουν αυτόν τον πόλεμο, κάτι που δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση. Από την μια πλευρά, οι Ρώσοι έχουν ξεκαθαρίσει πολλάκις πως η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι «κόκκινη γραμμή» και υπαρξιακή απειλή, ergo γίνεται κατανοητό πως θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους, και θα υποστούν τεράστιες συνέπειες και απώλειες, για να εξασφαλίσουν πως δεν θα γίνει κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα η ήττα να είναι ουσιαστικά απαράδεκτη από την πλευρά των Ρώσων. Αναφορικά με την Ουκρανία, δεν είναι ξεκάθαρο πως ακόμη και αν υπήρχε η πολιτική βούληση για κάποια συνθηκολόγηση, θα ήταν αποδεκτή από τον λαό της χώρας. Τέλος, οι ΗΠΑ, οι οποίες έχουν τεράστια επιρροή στην βορειοατλαντική συμμαχία, βρίσκονται σε ιδιαίτερη κατάσταση. Αφενός δεν έχουν ιδιαίτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ουκρανία, ούτε τους επηρεάζει το μέλλον της καθώς η μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για αυτούς, αφετέρου όμως, την στιγμή που η σημερινή Κυβέρνηση έχει λάβει ξεκάθαρη στάση υπέρ της Ουκρανίας, θα ήταν πολύ δύσκολο, μετά την καταστροφική αποχώρηση από το Αφγανιστάν, να αποδεχτούν ακόμη μια στρατιωτική αποτυχία, ακόμη και άμεση. Αρα, και τα δύο «στρατόπεδα» βρίσκονται σε δύσκολες θέσεις και οποιαδήποτε υποχώρηση, διπλωματικά, θα είναι ιδιαίτερα επώδυνη, κάτι που κάνει την εύρεση μιας διπλωματικής λύσης, που θα είναι αποδεκτή από όλες τις πλευρές, ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.