ΑρχικήΕιδήσειςΒοιωτίαΓιώργος Πέππας: Εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και ελεύθερη αγορά

ΘΗΒΑ

#TAGS: Γιώργος Πέππας 

Γιώργος Πέππας: Εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και ελεύθερη αγορά

Γιώργος Πέππας: Εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και ελεύθερη αγορά

Τετάρτη, 17 Μαΐου 2023

Γιώργος Πέππας

Επικρατεί, λανθασμένα, στην κοινή γνώμη η ιδέα πως όλες οι οικονομικές ανταλλαγές έχουν χαμένους και κερδισμένους, και αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς όταν συνειδητοποιεί πως αντιμετωπίζουμε, οι περισσότεροι, τις επιτυχημένες επιχειρήσεις, θεωρώντας πως εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές τους. Εν ολίγοις, σε μια επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, οι ιδιοκτήτες είναι οι κερδισμένοι, και οι εργαζόμενοι οι χαμένοι, ή αυτή είναι η γνώμη που επικρατεί στην χώρα μας.

Σε πρώτο επίπεδο ακόμη και ο όρος «κέρδη» έχει φτάσει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ειδικά όταν μιλάμε για μεγάλες εταιρείες, ακόμη και αν αυτό είναι παράλογο. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια μικρή καφετέρια, η οποία εισπράττει από τις πωλήσεις, κατά μέσο όρο, - αφού αφαιρέσουμε τα έξοδα για τις πρώτες ύλες και τα επιχειρησιακά κόστοι εκτός των μισθών, 100 ευρώ την ημέρα. Αν ο ιδιοκτήτης πληρώνει σε μισθούς 100 ευρώ, έχει μηδενικό κέρδος, επομένως δεν έχει κανέναν λόγο να λειτουργεί αυτή την επιχείρηση. Όλες οι επιχειρήσεις, μικρές, μεσαίες, μεγάλες, πρέπει να έχουν κέρδη, διαφορετικά δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους ιδιοκτήτες και τους μετόχους να επενδύουν σε αυτές.

Πολλές φορές η θέση, κυρίως των προοδευτικών πλέον, είναι πως οι επιχειρήσεις έχουν «υπερκέρδη», τα οποία είναι ανήθικα, και πως θα πρέπει να παρέμβει το κράτος για να λυθεί αυτή η αδικία. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, κάτι τέτοιο. Ας πάρουμε ξανά για παράδειγμα μια μικρή επιχείρηση, μια καφετέρια. Ο ιδιοκτήτης της εν λόγω καφετέριας, για Χ λόγους, αποφάσισε πως στην Α ή Β περιοχή υπάρχει κενό στην αγορά του καφέ, και έτσι είτε επένδυσε τα δικά του χρήματα, είτε δανείστηκε από κάποια τράπεζα, για να ανοίξει μια καφετέρια. Πήρε εν ολίγοις όλο το ρίσκο, και θα είναι υπεύθυνος για την τήρηση όλων ρυθμιστικών πλαισίων της επιχείρησης, από υγειονομικούς κώδικες, πυρασφάλεια, κ.ο.κ. Στη συνέχεια αναζήτησε εργαζόμενους, οι οποίοι και συμφώνησαν στους όρους εργασίας, δίχως να υπάρχει η χρήση βίας, κάτι που δηλώνει πως και οι δύο ομάδες, και η επιχείρηση αλλά και ο εργαζόμενος, θεώρησαν κερδοφόρα, και από τις δύο πλευρές, αυτή τη συμφωνία, πως δηλαδή ο εργαζόμενος θα εργάζεται Χ ώρες και θα λαμβάνει από την επιχείρηση Ψ απολαβές. Παράλληλα, οι πελάτες θεωρούν πως η οικονομική ανταλλαγή, η αγορά ενός καφέ ή μιας τυρόπιτας για Χ χρήματα, είναι κερδοφόρα, δηλαδή έχει μεγαλύτερη, για αυτούς, αξία ο καφές από τα χρήματα που δίνουν. Σε όλη αυτή την οικονομική δραστηριότητα, δεν υπάρχει ίχνος βίας, ίχνος εξαναγκασμού, δηλαδή δεν υπάρχουν επιχειρηματίες που υπό την απειλή όπλου εξαναγκάζουν τους πελάτες τους να αγοράσουν το προϊόν τους, ή εξαναγκάζουν τους εργαζόμενους να δουλέψουν, όλοι συμμετέχουν, οικειοθελώς, διότι όλοι βγαίνουν κερδισμένοι.

Όμως τα επιχειρήματα κατά των κερδών δεν σταματούν εδώ, υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ανήθικο, άδικο και λάθος, το γεγονός πως ο ιδιοκτήτης μια επιχείρησης δύναται να έχει μεγαλύτερες απολαβές από έναν εργαζόμενο. Ας εξετάσουμε όμως τις διαφορετικές συνθήκες των δύο. Ως επί το πλείστων, ο εργαζόμενος έχει σταθερό εισόδημα, και σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνει μια σταθερή αύξηση ανά έτος, ανεξαρτήτως του αν η επιχείρηση στην οποία δουλεύει έχει κέρδη ή όχι. Από την άλλη, ο ιδιοκτήτης δεν έχει κανένα σταθερό εισόδημα, εφόσον η επίδοση της επιχείρησης διαφέρει από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο. Στο παράδειγμα που αναφέραμε παραπάνω, μπορεί το ένα έτος να υπάρχει μικρός ανταγωνισμός στην περιοχή που δραστηριοποιείται, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να έχει υψηλά κέρδη, όμως τον επόμενο χρόνο μπορεί να ανοίξουν νέες καφετέριες, ή οι ανταγωνιστές να μειώσουν τις τιμές τους, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπάρχουν κέρδη στην επιχείρηση αλλά αντιθέτως να χάνει χρήματα. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί η εν λόγω καφετέρια να αναγκαστεί να κλείσει, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης να έχει χάσει όλες τους τις επενδύσεις, ή ακόμη και να έχει «πνιγεί» στα χρέη, ενώ ο εργαζόμενος, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις όπου μπορεί να έχει χάσει κάποιον μισθό λόγω του κλεισίματος της επιχείρησης, μπορεί άμεσα να αναζητήσει και να βρει άλλου εργασία. Βλέπουμε επομένως πως ναι, μπορεί να υπάρχει διαφορά στις απολαβές των δύο, όμως στη περίπτωση του εργαζόμενους υπάρχει ασφάλεια στην σταθερότητα, καθώς ανεξάρτητα από τα έσοδα ή τα έξοδα της επιχείρησης λαμβάνει όσα χρήματα συμφώνησαν στο συμβόλαιό του, ενώ στην περίπτωση του ιδιοκτήτη υπάρχει αβεβαιότητα και ρίσκο. Ίσως θα ήταν πιο δίκαιο, αν και θεωρώ πως ελάχιστοι θα συμφωνήσουν με κάποια τέτοια πρόταση, οι μισθοί των εργαζομένων να βασίζονται στα έσοδα ή τα έξοδα της κάθε εταιρείας, όταν δηλαδή η επιχείρηση πάει καλύτερα να βλέπουν μια ποσοτική αύξηση στο μισθό τους, ενώ όταν πάει χειρότερα μια ποσοτική μείωση.

Το σημαντικό είναι πως στην ελεύθερη αγορά, και όχι στις διαστρεβλώσεις της και στον παρεοκρατικό καπιταλισμό, όλοι συμμετέχουμε εθελοντικά και οικειοθελώς στις οικονομικές μας δραστηριότητες, γιατί, ως επί το πλείστων, βγαίνουμε κερδισμένοι. Φυσικά, δεν είναι τέλειο το όλο σύστημα, και κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο, όμως αξίζει να καταλαβαίνουμε το πως λειτουργεί και να μην θεωρούμε, λανθασμένα, πως διαρκώς κάποιος μας εκμεταλλεύεται ή μας εξαπατά, εφόσον αγοράζουμε τα προϊόντα ή εργαζόμενο οικειοθελώς. Και τέλος, αξίζει να έχουμε υπόψη μας πως όσο μεγαλύτερος ανταγωνισμός υπάρχει τόσο περισσότερο κερδίζουν οι καταναλωτές, αλλά και οι εργαζόμενοι, εφόσον μπορούν να βρουν πιο εύκολα δουλειά και να διαπραγματευτούν καλύτερες συνθήκες από ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν είτε κρατικά μονοπώλια, είτε ελάχιστος ανταγωνισμός.