ΑρχικήΕιδήσειςΒοιωτίαΑθανάσιος Καραπέτσας: Πρωινιάτικος καφές

Αθανάσιος Καραπέτσας: Πρωινιάτικος καφές

Αθανάσιος Καραπέτσας: Πρωινιάτικος καφές

Δευτέρα, 2 Οκτωβρίου 2023

Γιώργος Πέππας

Κάθε άνθρωπος, κακά τα ψέματα, έχει τις αδυναμίες, τα προτερήματα και τα γούστα του. Αυτά τα τελευταία είναι που μετουσιώνονται σε ιδιαίτερες επιλογές ζωής. Ένας τέτοιος, ιδιαίτερος τύπος, είναι κι ο φίλος για τον οποίο θα σας μιλήσω. Μόνος και μοναχός σε μια φτωχική μονόχωρη κάμαρα. Μονόχνοτος, εδώ φωλιάζει τη μοναξιά και τη δυστυχία του απ’ τη ζωή και τους ανθρώπους. Αυτόν ο βασιλιάς ήλιος μέχρι τώρα ποτέ δεν τον έχει βρει στο κρεβάτι. Συνηθίζει τις πυρωμένες ακτίνες στην ανατολή όρθιος να τις χαιρετάει. Γρήγορα ντύνεται, χωρίς να μιλάει και κινάει για το καφενείο. Κατά τη διαδρομή αυτή είναι κυριευμένος από το σύνδρομο της στέρησης. Κανένας δεν τολμάει να του μιλήσει, πολύ περισσότερο να τον παρατηρήσει. Ο καφές αχνιστός τον περιμένει στο τραπέζι του. Πίνει λίγο νερό και κατόπιν μια διπλή γουλιά καφέ, που την κρατάει στο στόμα του,   για να την γευτεί το κάθε κύτταρό του. Ευχαριστημένος τώρα παίζει τα βλέφαρά του, λες και ξύπναγε από βαθύ λήθαργο. Τότε άρχισε να καλημερίζει γκαρσόνια και θαμώνες. Μη ξεχάσω διπλός παρακαλώ ο καφές.

Κείνο το Σαββατιάτικο πρωινό, όλως παραδόξως, ήταν δροσερό, ότι πρέπει για ύπνο, μετά από αρκετές ημέρες καύσωνα. Για τον φίλο μας όλα τα πρωινά ίδια. Στην ώρα του, στο τραπέζι του. Ελάχιστη σήμερα η πελατεία. Ο φίλος άκεφος και ανήσυχος γυρόφερνε άβολα στην καρέκλα, μια κοιτούσε έξω τα λιγοστά αυτοκίνητα με τους νυσταγμένους οδηγούς, μια ψηλά το κιτρινισμένο φως.   Σέρνει την ανάστροφη παλάμη στο ιδρωμένο μέτωπο. Πήγε να φωνάξει το γκαρσόν, αλλά μετάνιωσε. Ύγρανε με τη γλώσσα του τα χείλη, παρά την προσπάθεια και πάλι φωνή δεν έβγαινε απ’ το στόμα. Το μικρό αφεντικό, ο Ηλίας, τον πρόσεξε. Ανησύχησε. Βρήκε την ευκαιρία και τον πλησίασε. Τον ρώτησε: «Λίγο φρέσκο νερό;». Χωρίς να μιλήσει έσπρωξε το ποτήρι προς την κανάτα. Ξαναρώτησε: «Είσαι καλά;» Ο φίλος όλο τρυφερότητα ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι του στου Ηλία, σαν να του έλεγε: «Κάθισε». Φεύγεις απ’ το σπίτι σου, πας στο καφενείο να δεις έναν άνθρωπο να ελαφρύνεις τη μοναξιά σου κι εκεί τουλάχιστον βρίσκεις τον Ηλία. Ευτυχώς. Μόνος ούτε στον παράδεισο. Το γνώριζε καλά ο φίλος μας από τότε που η κυρά του ταξίδεψε στα ουράνια. Αυτή η μοναχική συμπεριφορά μού θύμισε τον πατέρα μου. Μοναχικός κι αυτός στο πανηγύρι του χωριού του χόρευε πρώτος. Απλά, σηκωνόταν, έβγαζε το μαντήλι, από τη μια άκρη έπιανε ο πατέρας κι από την άλλη ο τραγουδιστής. Ξεκάθαρες κουβέντες: «Εσύ θα τραγουδάς κι εγώ θα χορεύω». Όταν τέλειωνε αυτός ο περίεργος χορός γύριζε τις τσέπες και όλα τα χρήματα που είχε πέφτανε μπροστά στην κομπανία. Αυτό ήταν το πανηγύρι του, ένας χορός. Ήταν χορευτής αλλά και χωρατατζής. Ο θεός ας τον συγχωρέσει.

Ο Ηλίας κάθισε και δεν αποφάσιζε να απομακρυνθεί από κοντά του και η συζήτηση ασταμάτητη κι αυτή. Είχε σχεδόν ξεχάσει ο φίλος να συνομιλεί και να χωρατεύει, μόνο συλλογιόταν τα περασμένα. Κάθε ρυτίδα κι ένας καημός, μια χαμένη ευκαιρία, ένα βασανάκι. Ο Ηλίας ανακάλυπτε έναν άλλο άνθρωπο που για πρώτη φορά ξεχείλιζε η καρδούλα του. Ένα χαμογέλιο μισο-ζωγραφίστηκε στα πικραμένα χείλη του. Σημάδι πως πήρε η ζωή του στροφή. Τι είπανε; αυτοί το ξέρουν. Κόντεψε να μεσημεριάσει. Η συνάντηση πέτυχε. Τώρα χαιρόμαστε τη ζωή. Τώρα ανεβαίνουμε της κοινωνίας σκαλοπάτια. Ποτέ πλέον μόνος, ποτέ απογοητευμένος. Χαρούμενος για το κατόρθωμά του κι ο Ηλίας.

?λλαξε ο φίλος μας. Τώρα χαίρεται. Έρχεται στο καφενείο χαρούμενος. Και πάλι ο Ηλίας   τον υποδέχεται. Συναναστρέφεται τώρα με τον παπά. Βλέπετε «η ψυχή μας πρέπει να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι» λέει. Διαβάζει τη «Σκυτάλη» και από το στόμα του Διευθυντή της του αρέσει να μαθαίνει τα τελευταία νέα. Εκεί κι ο δάσκαλος. Μπούχτισε μια ζωή στο σχολειό, Πότε πέρασαν τα χρόνια, και τώρα στην παρέα σιωπηλός περισσότερο ακούει παρά ομιλεί. Ο Ηλίας ανάερα περιφέρεται πειράζοντάς μας.

Το καφενείο έχει και την ψυχοθεραπευτική του πλευρά. Συντροφικότητα, φιλία, αλληλεγγύη, εξομολογητική διάθεση τα διαθέσιμα βοτάνια. Μικρή φωλιά, όπου φωλιάζουν σπασμένες φτερούγες απ’ του χρόνου τα περάσματα. Να ΄τος ο φίλος με επουλωμένες τώρα πληγές δεν ακολουθεί το δρόμο της ρυτίδας και παραδίδεται στου φωτός το πλάνεμα. Στην κόλαση, λοιπόν, με   παρέα; Ελπίζουμε πως ο καλός Θεούλης για όλους μεριμνά, αφού ούτε τα πετεινά του ουρανού εγκαταλείπει. 

Δυστυχώς η ζωή δεν αντέχει την ευτυχία. Έτσι, μετά από λίγο ο φίλος μας εξαφανίσθηκε. Δεν ξαναπάτησε στο καφενείο. Χάθηκε από προσώπου γης. Λένε στη γειτονιά πως ένας ανιψιός του τον πήρε μαζί του. Μπορεί να είναι και έτσι. Έκτοτε, ο παπάς τού διαβάζει συγχωρητικές ευχές, ο δάσκαλος τον αναφέρει στα γραφτά του κι ο Ηλίας μας εξιστορεί κάποιες από τις ιστορίες του.