ΑρχικήΕιδήσειςΕλλάδαΔιονύσης Σαββόπουλος: Από τα βράδια στο Κύτταρο μέχρι το Κούρεμα - Ο έρωτας για τη σύζυγό του και η βαθιά αγάπη του για την ποίηση

ΕΛΛΑΔΑ

Διονύσης Σαββόπουλος: Από τα βράδια στο Κύτταρο μέχρι το Κούρεμα - Ο έρωτας για τη σύζυγό του και η βαθιά αγάπη του για την ποίηση

Διονύσης Σαββόπουλος: Από τα βράδια στο Κύτταρο μέχρι το Κούρεμα - Ο έρωτας για τη σύζυγό του και η βαθιά αγάπη του για την ποίηση

Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2025

Γιώργος Πέππας

«Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα/Βάλε στα ρούχα σου φωτιά/Βάλε στα όργανα φωτιά/Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα/Η τρομερή μας η λαλιά»: σαν να ακούγεται στα αυτιά μας ακόμα στεντόρεια από εκεί ψηλά η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου που δεν έπαψε ποτέ να μας ξεσηκώνει, να μας προκαλεί, να συνοδεύει τις ανατροπές, τις αμφισβητήσεις, τους αλλόκοτους περιπάτους στο περιβόλι του δικού μας ουρανού, την ελληνικότητα που την κρατούσε ψηλά - και ας είχε δει βαθιά όλες μας τις αντιφάσεις.

Γεννημένος, όπως έλεγε ο ίδιος, παραμονή του Εμφυλίου, στις 2 Δεκέμβρη του 1944, δεν ήρθε στην πολεμική Ελλάδα για να υποταχθεί στη μοίρα του αλλά για να την ξεπεράσει - ή μάλλον καλύτερα να διαμορφώσει τη δική μας διαφορετική πορεία με οδηγό τα τραγούδια του. Ήδη από μικρή ηλικία στο εφηβικό κρεββάτι σε μια γειτονιά της Σαλονίκης ο Νιόνιος σκαρφίζεται στιχάκια, όπως το ίδιο κάνει όταν ερωτεύεται, όταν νιώθει απόγνωση μέσα στα κρατητήρια την εποχή της Χούντας ή στον στρατό, όπου για να μην τρελαθεί, μεταφράζει το «Wicked Messenger» του Ντίλαν που έγινε το διάσημο άσμα «?γγελος-Εξάγγελο».

Όλα τα τραγούδια του άλλωστε ακροβατούν ανάμεσα στην ακραία πραγματικότητα και την πιο ονειρική φαντασία, γίνονται οδηγοί σε μια αλλόκοτη γεωγραφία που χωράει τη ροκ και τον Τσιτσάνη, τα δημοτικά και τα νησιώτικα, την ηλεκτρονική μουσική και τα πιο ωραία μελωδικά στιχάκια: είναι η Ελλάδα που πρόλαβε ο ίδιος να φαντασιωθεί προτού καν προλάβει να περάσει τις πιο έντονες μετεμφυλιακές της φάσεις με «κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μες'το φως», με βεγγαλικά και χορωδίες και «με το πλήθος να βλέπει οπτασίες».

Αν κανείς τον ρωτούσε που βρήκε δεκανίκι για να αντέξει, θα έλεγε στη δύναμη του να σκαρφίζεται κόσμους αλλόκοτους, να χοροπηδά με μπάλους, Καραγκιόζηδες και αμέτρητους Νεφεληγερέτες, να ορίζει, όπως πρόσταζε το αυτοβιογραφικό του τραγούδι «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» δικές του διαδρομές, σαν αυτή που τράβηξε αφήνοντας τα πάντα πίσω του και μετακομίζοντας στην Αθήνα ακολουθώντας το όνειρό του.

Είναι λίγο πριν κλείσει καν τα είκοσι όταν αποφασίζει, αφού εγκαταλείπει τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης, να χαράξει τον δικό του δρόμο: γνωρίζει ότι το τραγούδι είναι η μοίρα του και δεν της αντιστέκεται. Αφού κοιμάται όπου βρει σε φιλικά σπίτια ακόμα και στο πάτωμα των γραφείων, όπου στήνουν παράνομα τα πλακάτ για τις διαδηλώσεις με την ομάδα ειρήνης Μπέρτραντ Ράσελ, δουλεύει κάνοντας μεροκάματα από μπογιατζής μέχρι αχθοφόρος-ακόμα και μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών κατάφερε να γίνει! Ταυτόχρονα, όμως, δοκιμάζει την τύχη του στο τραγούδι με διάφορες εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα ενώ έρχεται σε επαφή με όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, που αντιλαμβάνονται από πολύ νωρίς το ταλέντο του.

Είναι η εποχή του ξεσηκωμού και της γενικής ανησυχίας και ο ίδιος παραμένει πάντα πολιτικοποιημένος, χωρίς όμως ποτέ να ανεχθεί το κόμμα να τον τραβάει από το μανίκι, όπως θα γράψει αργότερα σε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του «Η μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» που ακούγεται στις μπουάτ της εποχής: κατεβαίνει στους δρόμους με τους Λαμπράκηδες, διαδηλώνει ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ, αγαπάει τον τραγουδοποιό Μπομπ Ντίλαν που γίνεται ο οδηγός του αλλά και τον Τσιτσάνη, φλέγεται για την ανατροπή και καίγεται ακόμα περισσότερο για τον έρωτα: γιατί «όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω/σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό» και οι έρωτες μέχρι να γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, ?σπα, δεν έχουν πάντα όμορφη κατάληξη.

Είναι μέσα της δεκαετίας του 60 και ο τραγουδοποιός Σαββόπουλος έχει αρχίσει ήδη να έχει ανταπόκριση στο ανήσυχο κοινό των πόλεων και φτάνει στην αναγνώριση μέσω του πρώτου δίσκου που κυκλοφορεί μια μέρα μετά του Αγίου Βαλεντίνου το 1965: όχι τυχαία αφού στην πιο πολιτικοποιημένη περίοδο της Ελλάδας, εκείνος επιλέγει για ντεμπούτο τραγούδια όπως το «Μη μιλάς άλλο για αγάπη» και το αξεπέραστο «Μια θάλασσα μικρή», ένας ύμνος στον έρωτα, όταν όλοι μιλούν για μανιφέστα. Τον Νοέμβρη του 66 κυκλοφορεί το «Φορτηγό» με βάση προηγούμενο υλικό αλλά εμπλουτισμένο με νέα τραγούδια που δίνει το στίγμα του τι θα ακολουθήσει. Στο δίλημμα έρωτας ανίκητος ή πολιτικός ξεσηκωμός, εκείνος είναι με τη ζωή και τον έρωτα γιατί ξέρει ότι αυτό που θα μείνει, όταν όλα θα έχουν ξεφτίσει, θα είναι μόνο η δύναμη των στιγμών, αυτό που μένει από το όνειρο, όταν όλοι θα έχουν ξυπνήσει.

Και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους τραγουδοποιούς και ερμηνευτές του Νέου Κύματος: το ότι γνωρίζει πως οι μικρές στιγμές έχουν πολύ μεγάλη βαρύτητα από τις μελό περιγραφές των αιώνιων αισθημάτων. Ενστερνίζεται την αγωνία του Ζακ Πρεβέρ, που βλέπει τη ζωή στο κέντρο του Παρισιού σαν ένα ζωντανό πανηγύρι που περνά, αφουγκράζεται την ειρωνεία του Μπρασένς, του αρέσει το χιούμορ του Χατζιδάκι περισσότερο από τα επαναστατικά προτάγματα του Θεοδωράκη. Κατά βάθος ξέρει ότι είναι ποιητής και αυτή η καταστατική θέση γίνεται οδηγός στη ζωή του: σαν να βλέπει τη μούσα να τον οδηγεί μέσα στην ομίχλη της Εθνικής Οδού, τον τυφλό Όμηρο να του γνέφει μέσα από την αχλή της ιστορίας: «χάρη στις λέξεις εγώ έζησα μια δεύτερη ζωή, μια ζωή παράλληλη, πολλές φορές πιο αληθινή από τούτη εδώ» γράφει χαρακτηριστικά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».

Την αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη δεν την έγραψε για να μιλήσει για τη μεγάλη του καριέρα αλλά σαν αποχαιρετιστήριο δώρο μνημονεύοντας τους ποιητές της καρδιάς του, τους παλιούς του έρωτες, ακόμα και τον ίδιο όταν ήταν ένα ανήσυχο παιδί της Φωκίωνος Νέγρη και της Πατησίων, ομολογώντας πως πάντοτε άλλαζε, γιατί πάντοτε δοκίμαζε αν ο εαυτός του αντέχει τους διάφορους ρόλους που υιοθέτησε σε διαφορετικές στιγμές της ζωή του. Την εποχή της Χούντας δεν αντέχει τη λογοκρισία και σκέφτεται, ύστερα από διάφορα περιστατικά ανακρίσεων και λογοκρισίας, να μεταβεί στην Πόλη του Φωτός. Μακριά από τη χώρα του, στο Παρίσι, γράφει στο αγαπημένο του στέκι Σεν Κλοντ την περίφημη «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα», που για να το περάσει από τη λογοκρισία το μετατρέπει σε «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Είναι το ίδιο στέκι όπου έπαιζε φλιπεράκια με τον «ασυναγώνιστο», όπως λέει, Φασιανό. «Πέντε μήνες στο Παρίσι τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι». Είναι προφανές ότι η κατάθλιψη δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Ενώ σκεφτόταν να εγκαταλείψει τα τραγούδια και να μπαρκάρει στα καράβια, είναι η γνωριμία με την ?σπα, το 1967, που τον κρατάει στην πρώτη γραμμή. «Ήταν τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε» έγραφε για εκείνη. «Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη, και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα».

Αλλά αυτός ήταν ο Σαββόπουλος: δεν υποκρίθηκε ποτέ τον επαναστάτη αλλά έναν απόγονο ιδανικό μετείκασμα του Γάλλου ποιητή Βιγιόν που αγάπησε εξίσου τα ελληνικά άσματα και αυτόν τον πονηρό Καραγκιόζη, που λάτρεψε τα παραμύθια που του αφηγούνταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες στη Θεσσαλονίκη και αποφάσισε να τα μεταφέρει ο ίδιος, τροποποιημένα στα πανηγυριώτικα μέτρα του, στα δικά μας χθόνια μέτρα. Πήρε νταούλια και ζουρνάδες, δανείστηκε όλους τους τρόπους του θεάτρου και το ονειρικό βάθος του Αριστοφάνη - βλέπε τους ιδανικούς του Αχαρνής που τους αφιέρωσε στη 'γενέθλια γη' του Κουν και του Χατζιδάκι - και έμεινε να παρατηρεί όλα τα όνειρα και τις αδυναμίες μας. Κράτησε και τις ωραίες εικόνες από τα πλήθη που παρατηρούσε, όπως πάντα, στον δρόμο ή στους στίχους του Ζακ Πρεβέρ, «όπου η όμορφη μέρα τραβάει τον εργάτη απ’ το ρούχο του», που ενέπνευσε το «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ», απ’ όπου, όμως, αφαίρεσε, λόγω λογοκρισίας, το επαναστατικό κόκκινο, το οποίο είδαμε κατόπιν να γίνεται το κόμμα που τραβάει από το μανίκι, μια ειρωνική επισκόπηση του καταναγκασμού της Αριστεράς, που τον έβαλε στα μαύρα κατάστιχα. Εξαιτίας αυτού του στίχου, το ΚΚΕ θα διακόψει τους αρμονικούς δεσμούς μαζί του και θα αρχίσει η σύγκρουση με τον κόσμο της Αριστεράς. Αλλά αυτός είχε ταχθεί για πάντα με τον Αριστοφάνη και με τους σαλούς-σαν αυτόν τον Δον Κιχώτη που κυνηγούσε ανεμόμυλους και είχε κρυφτεί στα δικά του απομακρυσμένα κάστρα. «Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει», γράφει σε μία από τις πιο όμορφες περιγραφές του που εντοπίζουμε στο αυτοβιογραφία του.

Στο Παρίσι τίποτα δεν είναι εύκολο και τίποτα εφικτό: ξέρει ότι η πόλη των ποιητών δεν έχει τίποτα πια να του δώσει όταν αρχίζουν οι μεγάλες διαδηλώσεις του Μάη του 68. Αποφασίζει να φύγει την ημέρα της μεγάλης αντιδιαδήλωσης του Ντε Γκολ, χωρίς χρήματα και χωρίς να ξέρει πως να φτάσει Αθήνα: κάνει ωτοστόπ, με την Ασπα έγκυο στον πρώτο τους γιο τον Κορνήλιο. Φτάνουν στην Αθήνα μέσω Μιλάνου, όπου άρχισε να σκέφτεται τον επόμενο δίσκο. Δίλημμα, όμως, δεν υπήρχε: έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα, σε αυτό το «Περιβόλι του τρελού», όπως λεγόταν ο δίσκος που έγραψε λίγο μετά την επιστροφή του και μετά τη γέννηση του μεγάλου του γιου με τον Σαββόπουλο να κοσμεί με την κιθάρα του και ένα πολύχρωμο πουλί στο κεφάλι το ανατρεπτικό, χίπικο εξώφυλλο. Μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια του υπάρχουν σε αυτόν τον δίσκο που σηματοδοτεί την πιο δυνατή, ροκ του φάση: είναι η εποχή της εναλλακτικής ροκ, του Τάσου Φαληρέα, της άγριας νύχτας, αυτών των θρυλικών εμφανίσεων στο Κύτταρο που έγραψαν εποχή με τον ίδιο να πειραματίζεται με όλες τις φόρμες βλέποντας τον Καραγκιόζη να τραγουδά στο πλευρό του και τον άλλο εκφραστή μιας αλλόκοτης Ελληνικότητας και ζωντανής λαϊκότητας τον Λάκη Παπαστάθη να κινηματογραφεί τα οράματα του. Βλέπει μαζί του τον Θεόφιλο, τον Καραΐσκάκη και τις λαϊκές αφηγήσεις, τη ζωγραφική, τη μουσική, την ποιητική παράδοση και φαντασία. Αλλά ταυτόχρονα ξέρει να σέβεται τους παλιούς αγωνιστές, για τους οποίους τρέφει έντονη νοσταλγία - σε αυτούς αφιερώνει το «Happy Day» μιλώντας για τις μέρες στη Μακρόνησο.

Η σπουδαία «Ρεζέρβα» του κυκλοφορεί το 1979 ανοίγοντας με τον πιο δυναμικό τρόπο τη δεκαετία του 80, την οποία θα χαράξει η μεγάλη του συναυλία στο Παλαί ντε Σπορ, με την οποία επιστρέφει στην πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη, το 1983. Με τα «Τραπεζάκια έξω» που θα κυκλοφορήσουν την ίδια χρονιά ο Νιόνιος θα δείξει ότι ξέρει καλά τους συμβιβασμούς που έκανε η Αριστερά τον βωμό της νέας εξουσίας. Τα τραγούδια του, άλλωστε, υιοθετούνται από τους 'Ρηγάδες' της εποχής που βρίσκουν τον τρόπο να απαντήσουν στις σκληροπυρηνικές ντιρεκτίβες της κομμουνιστικής οδού. Δύσκολες ήταν οι κόντρες με την Αριστερά, ακόμα πιο δύσκολες οι στιγμές της αποδοκιμασίας του την περίοδο του «Κουρέματος», για την οποία γράφει χαρακτηριστικά: «Μέ τό Κούρεμα ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί ἀριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισοῦσαν τή Δεξιά, ἐπειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ἀνάγκασε νά ὑπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, ἀλλά καί δέν τούς ἔφυγε ποτέ καί ὁ ἀνομολόγητος θυμός γιά τήν ἴδια τους τήν Ἀριστερά πού τούς ἔμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός».

Παρά τις δυσκολίες που είχε με το πολιτικό σύστημα και με την ανοιχτή κόντρα που κράτησε με συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν αποποιήθηκε καμία φάση της ζωής του. Στην εξομολογητική Αυτοβιογραφία του, ζήτησε συγγνώμη από ανθρώπους που αδίκησε, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος και κυρίως από τη γυναίκα του για τις παρασπονδίες του, μίλησε ειλικρινά για τις αδυναμίες του και έδειξε πως κάτω από τις πολύχρωμες περσόνες του παρέμεινε, παρά τα φαινόμενα, ένας ευάλωτος θνητός. Στο τελευταίο κεφάλαιο του προφητικού του βιβλίου, όπου βλέπει τον εαυτό του άρρωστο να βρέχει την πιτζάμα του μπροστά από το τρυφερό βλέμμα της νοσοκόμας, βλέπουμε την ομολογία μιας θνητότητας ενός ανθρώπου που ακόμα δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι έφυγε από τη ζωή. Τα υψωμένα χέρια-για χαρά, πανηγύρι ή προσευχή- σε έναν κόσμο αλλόκοτο αλλά μοναδικό που χρωμάτισε με αμέτρητες εικόνες, μουσικές και χάδια, είναι η μοναδική εικόνα που κρατάμε από το περιφερόμενο θέατρο της ζωής του. «Πως χορεύεις με τα χέρια σου υψωμένα/σα να ψάχνεις μιας αόρατη ανεμόσκαλα/κι οι λαγόνες σου απαλά που κυματίζουν/κι είσαι ποτέ κοντά και πότε μακριά/μπαινοβγαίνεις σε έναν χώρο που για ήλιο/στρίβει μόνο κατά τη δεξαμενή/και με μαύρα ματογυάλια ξαναστρίβει/στης αγάπης την πλευρά τη σκοτεινή». Ο Σαββόπουλος θα ζει, άλλωστε, για πάντα, μέσα από αυτές, τις πιο ωραίες και δοξαστικές χειρονομίες της ζωής μας και από έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα απίστευτα μεγάλος και ενίοτε τρομακτικά μικρός-αλλά είναι σίγουρα ο δικός μας. Μόνο αυτός, άλλωστε, τον κατάλαβε καλύτερα από τον καθένα.

Πηγή: Πρώτο Θέμα